αυτοπαθής

αυτοπαθής
ης, ες грам, возвратный;

αυτοπαθής αντωνυμία — возвратное местоимение


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αυτοπαθής" в других словарях:

  • αὐτοπαθής — speaking from one s own feeling masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυτοπαθής — ές (Α αὐτοπαθής, ές) (κυρίως για ρήματα και αντωνυμίες) αυτός που δηλώνει ότι η ενέργεια του υποκειμένου επιστρέφει στο ίδιο το υποκείμενο αρχ. Ι. αυτός που μιλά εξ ιδίας πείρας II. επίρρ. αὐτοπαθῶς ενστικτωδώς, αυθόρμητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο +… …   Dictionary of Greek

  • αυτοπαθής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που πάσχει από δική του ενέργεια· (γραμμ.), «αυτοπαθείς αντωνυμίες», αυτές που φανερώνουν πως το ίδιο πρόσωπο ενεργεί και το ίδιο δέχεται την ενέργεια: Φροντίζει μόνο τον εαυτό του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αὐτοπαθῆ — αὐτοπαθής speaking from one s own feeling neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) αὐτοπαθής speaking from one s own feeling masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) αὐτοπαθής speaking from one s own feeling masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοπαθεῖς — αὐτοπαθής speaking from one s own feeling masc/fem acc pl αὐτοπαθής speaking from one s own feeling masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοπαθές — αὐτοπαθής speaking from one s own feeling masc/fem voc sg αὐτοπαθής speaking from one s own feeling neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοπαθοῦς — αὐτοπαθής speaking from one s own feeling masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοπαθέσιν — αὐτοπαθής speaking from one s own feeling masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοπαθῶν — αὐτοπαθής speaking from one s own feeling masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοπαθῶς — αὐτοπαθής speaking from one s own feeling adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταὐτοπαθῆ — αὐτοπαθῆ , αὐτοπαθής speaking from one s own feeling neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) αὐτοπαθῆ , αὐτοπαθής speaking from one s own feeling masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) αὐτοπαθῆ , αὐτοπαθής speaking from one s own feeling… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»